πεφοβημένως
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
Adv., (φοβέομαι)
A timorously, X.HG7.5.25.
German (Pape)
[Seite 607] (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.
Greek (Liddell-Scott)
πεφοβημένως: Ἐπίρρ. τοῦ φοβέομαι, μετὰ φόβου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effroi.
Étymologie: πεφοβημένος, part. pf. Pass. de φοβέω.