πολυστεφής

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστεφής Medium diacritics: πολυστεφής Low diacritics: πολυστεφής Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: polystephḗs Transliteration B: polystephēs Transliteration C: polystefis Beta Code: polustefh/s

English (LSJ)

ές,

   A decked with many wreaths, A.Eu.39; earning many crowns, μόχθοι APl.5.338: c. gen., wreathed with, δάφνης S.OT83.    II twisted in many a wreath, κότινος Nic. Th.378; of a serpent (expld. by Sch. as πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς) , μύαγροι ib.490 (s.v.l.; fort. -στρεφέας).    III containing many circles, οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.

German (Pape)

[Seite 673] ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστεφής: -ές, ὁ διὰ πολλῶν στεφάνων κεκοσμημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 39, Ἀνθ. Πλαν. 338, κτλ.· μετὰ γεν., ἐστεμμένος μέ..., οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ’ εἶρπε παγκάρπου δάφνης Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. συνεστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῇ πολλοὺς στεφάνους, κότινος Νικ. Θηρ. 378.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
orné de nombreuses couronnes ; p. ext. couronné de, gén..
Étymologie: πολύς, στέφος.