πρόλοβος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ὁ,
A = πρηγορεών, crop of birds, e.g. of pigeons, Arist. HA508b28, PA674b31, LXXLe.1.16, al.; π. ὀρνιθώδης, of cuttle-fish, Arist.PA679b9, cf. HA524b10. II thyroid cartilage, Adam's apple, Poll.2.207.
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρόλοβος: ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος στόμαχος τῶν πτηνῶν εἰς ὃν ἀκατέργαστος ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν μαλακίων λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18.