σαπρόφιλος

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 862] häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρόφῐλος: -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.