σκαλμός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ὁ,
A pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom.7.42, A.Pers.376, E.Hel.1598, IT1347; ὑπομόχλιον ὁ σ. γίνεται Arist.Mech.850b11; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Arr.Ind.27.5:—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, Ruf. ap. Orib.49.26.6. II σ. θρανίτης a bank or bench of rowers, Plb.16.3.4. III = σκαλισμός 1, POxy.1631.12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, der Pflock am Seitenbord des Schiffes, od. das Lager, worauf das Ruder ruht u. angebunden wird, der Dallen; τρωποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368; ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας ἄγοντες, Eur. I. T. 1347; Hel. 1614; in Prosa, Pol. 16, 3, 4; vgl. Böckh Att. Seew.
Greek (Liddell-Scott)
σκαλμός: ὁ, τὸ ξύλον ἢ πασσαλίσκος πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ κώπη διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «σκαρμός», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· ὑπομόχλιον ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. θρανίτης, κάθισμα ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.
Étymologie: σκάλλω.