σκίασμα

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐασμα Medium diacritics: σκίασμα Low diacritics: σκίασμα Capitals: ΣΚΙΑΣΜΑ
Transliteration A: skíasma Transliteration B: skiasma Transliteration C: skiasma Beta Code: ski/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shadow cast, τῆς γῆς, of eclipses, Gem.11.1, D.S.2.31, Placit.2.29.6, Vett.Val. 343.18.    2 reflected image, shadow in water, Callistr.Stat.

German (Pape)

[Seite 898] τό, die Beschattung, Plut. Aem. P. 17; die Schattirung, εἰκόνος, Callistrat. stat. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκίασμα: τό, (σκιάζω) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, πρᾶγμα ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― καθόλου, προκάλυμμα, σκέπη, = σκιάδειον, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ombre projetée.
Étymologie: σκιάζω.