σκολίωμα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: σκολῐωμα | Medium diacritics: σκολίωμα | Low diacritics: σκολίωμα | Capitals: ΣΚΟΛΙΩΜΑ |
Transliteration A: skolíōma | Transliteration B: skoliōma | Transliteration C: skolioma | Beta Code: skoli/wma |
ατος, τό,
A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.
[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.
σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.
ατος (τό) :
courbure, obliquité.
Étymologie: σκολιόω.