σπαραγματώδης
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ες,
A convulsive, Plu.2.130d.
German (Pape)
[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.