συμμένω

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμένω Medium diacritics: συμμένω Low diacritics: συμμένω Capitals: ΣΥΜΜΕΝΩ
Transliteration A: symménō Transliteration B: symmenō Transliteration C: symmeno Beta Code: summe/nw

English (LSJ)

   A hold together, keep together, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Arist.Metaph.1077a24; of an army, Th.7.80, Isoc.4.148, D.8.46; of two states, οὕτω . . μάλιστα συμμένοιμεν ἄν X.HG7.1.2; of persons, PAmh.2.124.1 (ii A.D.).    2 of treaties or agreements, hold, stand fast, continue, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Hdt.1.74; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Th.1.18; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν Id.8.73; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Pl.Phdr.232b, cf. Arist.EN1133a12; τῷ ἀντιποιεῖν . . σ. ἡ πόλις ib.1132b34: cf. μένω 1.5.

German (Pape)

[Seite 981] (s. μένω), mit, zugleich, zusammen bleiben, verbleiben, ausdauern, Bestand haben; Her. 1, 74; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; ἡ φιλία, Xen. Hell. 7, 1, 2; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν, Plat. Phaedr. 232 b; Isocr. 4, 148; ὅπως τὸ συνεστηκὸς τοῦτο συμμενεῖ στράτευμα, Dem. 8, 46; Sp., wie Pol. 1, 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμμένω: μένω ὁμοῦ, διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο πόλεων, οὕτω… μάλιστα συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ φιλία) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, διαμένω, διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ πόλις αὐτόθι 8. 5, 5· πρβλ. μένω Ι. 5.

French (Bailly abrégé)

rester uni, compact ; abs. rester ferme, consistant.
Étymologie: σύν, μένω.