σύμπηκτος

From LSJ
Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπηκτος Medium diacritics: σύμπηκτος Low diacritics: σύμπηκτος Capitals: ΣΥΜΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmpēktos Transliteration B: sympēktos Transliteration C: sympiktos Beta Code: su/mphktos

English (LSJ)

ον,

   A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800.    2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.

German (Pape)

[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.