στυλ

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

και στιλ, το, Ν
άκλ.
1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος
2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ»)
3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό
4. φρ. «έχει στυλ»
μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. style < λατ. stilus «ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -y- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ελλ. στύλος].