συγκατακτείνω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακτείνω Medium diacritics: συγκατακτείνω Low diacritics: συγκατακτείνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synkatakteínō Transliteration B: synkatakteinō Transliteration C: sygkatakteino Beta Code: sugkataktei/nw

English (LSJ)

   A slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς . . βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.

French (Bailly abrégé)

tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].