ὑποθήκη
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ, (ὑποτίθημι)
A suggestion, counsel, warning, Hdt.1.156,206, al.; ποιέειν τὰς Κροίσου ὑποθήκας ib.211; ὑποθήκαις διακονεῖν Antipho 1.17; κατὰ τὴν Βίαντος ὑ. Arist.Rh.1389b23, cf. 1368a2 (pl.); applied to didactic poems, such as Hesiod's, Isoc.2.3,43, Phld.Po.5.27, Hierocl. in CA Praef.p.417M.; instructions, Cic.Att.2.17.3; ὑ. ἄνευ νόμων Ruf. ap.Orib.inc.20.19; οὐ κατ' ἰατρικάς ἐστιν ὑ. is not a matter for medical advice, Sor.1.126; ὑποθήκας διδόναι Gal.6.307; ποιήσασθαι ib.405. II pledge, deposit, mortgage, D.34.50, Arist.Oec.1348b21, Supp.Epigr.1.366.39 (Samos, iii B. C.), PCair.Zen.504.4 (iii B. C.), PEnteux.15.4 (iii B. C.), etc.; συγγραφὴ -θήκης PRein.18.11 (ii B. C.); ἐπὶ ὑποθήκαις upon securities given, SIG742.39, cf. 51 (Ephesus, i B. C.), al.; ὑ. ἔγγαιοι mortgages on land, Test.Epict.5.6; also ἐν ὑποθήκῃ on deposit, PGrenf.2.17.3 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, 1) Unterlage, Untersatz. – Gew. übertr., das unter den Fuß, an die Hand Geben, Warnung, Rath, Lehre; so nannten die Alten die Lehrgegedichte des Hesiodos; ὑποθήκας ὡς χρὴ ζῇν Isocr. 2, 4. 43 u. sonst; ἐπ οίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. 1, 211; κατὰ τὰς τοῦ Μεσσηνίου ὑποθήκας 6, 52, vgl. 5, 92, 6. 8, 58; Antiph. 1, 17. – 2) Unterpfand, Verpfändung, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Dem. 34, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθήκη: ἡ, (ὑποτίθημι) = ὑπόθεσις. Ι. παραίνεσις, συμβουλή, διδασκαλία, Ἡρόδ. 1. 156., 206, κ. ἀλλ.· ποιέειν τινὸς ὑποθήκας αὐτόθι 211· ὑποθήκαις διακονεῖν Ἀντιφῶν 113. 19· κατὰ τὴν Βίαντος ὑπ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 4, πρβλ. 1. 9, 36· - οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν τὰ διδακτικὰ ποιήματα, οἷα τὰ τοῦ Ἡσ., ὑποθήκας, πρβλ. Ἰσοκρ. 15Β, 23C. ΙΙ. ὑποθήκη, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ δανείζοντος, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Δημ. 922, 5· παρέξουσι τοῖς δανείσασι τὴν ὑποθήκην ἀνέπαφον κρατεῖν, ἕως ἂν κλπ. ὁ αὐτ. 926, 20, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 17, 1.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 principe, règle de conduite, précepte;
2 gage, hypothèque.
Étymologie: ὑποτίθημι.