τροχήλατος

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχήλᾰτος Medium diacritics: τροχήλατος Low diacritics: τροχήλατος Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: trochḗlatos Transliteration B: trochēlatos Transliteration C: trochilatos Beta Code: troxh/latos

English (LSJ)

ον,

   A wheel-drawn, σκηναί A.Pers.1001 (lyr.); δίφροι S.El.49.    2 dragged by or at the wheels, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι E.Andr.399.    3 ploughed with wheels, κελεύθου τρίοδος A.Fr.173.    4 formed on the potter's wheel, λύχνος Ar.Ec.1, cf. Xenarch.1.9.    5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.

Greek (Liddell-Scott)

τροχήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου τρίοδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, λύχνος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς ἅμαξα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 μανία τρ., περιστρεφομένη μανία, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des roues ; fig. qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.