τροχήλατος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A wheel-drawn, σκηναί A.Pers.1001 (lyr.); δίφροι S.El.49. 2 dragged by or at the wheels, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι E.Andr.399. 3 ploughed with wheels, κελεύθου τρίοδος A.Fr.173. 4 formed on the potter's wheel, λύχνος Ar.Ec.1, cf. Xenarch.1.9. 5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.
Greek (Liddell-Scott)
τροχήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου τρίοδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, λύχνος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς ἅμαξα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 μανία τρ., περιστρεφομένη μανία, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mû par des roues ; fig. qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.