τῆθος
From LSJ
English (LSJ)
εος, τό,
A = τήθυον; sg. τῆθος is used by Ath. in citing Arist. Fr.304; pl. τήθη Nic.Al.396, Poll.6.47: for τήθεα v. τήθυον. (τῆθος was perh. a back-formation (originally Ion.) from τήθεα, τηθέων, which were forms of τήθυον, q.v.)
German (Pape)
[Seite 1105] εος, τό, die Auster; τήθεα διφῶν, Il. 16, 147; vgl. Ath. III, 88.
Greek (Liddell-Scott)
τῆθος: -εος, τό, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. τήθυον, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
huître.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
εος: oyster, pl. Il. 16.747†.