χαρτίον
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
τό, Dim. of χάρτης, IG42 (1).103.159 (Epid., iv B.C.), LXX Je.43 (36).2, PGrenf.2.38.5 (i B. C.), Plu.2.60a, Gal.7.493, D.L. 7.174, D.C.46.36.
German (Pape)
[Seite 1340] τό, dim. von χάρτης, Plut. ad. et am. discr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
χαρτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χάρτης, Πλούτ. 2. 60Α, Διογ. Λαέρτ. 7. 174, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛϚ΄, 2).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χάρτης.