σφράγισμα

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγισμα Medium diacritics: σφράγισμα Low diacritics: σφράγισμα Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ
Transliteration A: sphrágisma Transliteration B: sphragisma Transliteration C: sfragisma Beta Code: sfra/gisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impression of a signet-ring, seal, E.Hipp.864, X.HG1.4.3; μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν δάμαρτα with bars and seals affixed to the door, E.Fr.1063.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφράγισμα: [ᾱ], τό, ἐπίθεσις τῆς σφραγῖδος, τοῦ δακτυλίου τοῦ ἔχοντος σφραγιδόλιθον, τὸ σφραγισθὲν, σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 864, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3· μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν γυναῖκα διὰ μοχλῶν καὶ σφραγίδων ἐπὶ τῆς θύρας, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
empreinte d’un sceau.
Étymologie: σφραγίζω.