ὑπεροίομαι
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
A to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.