συνερείδω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A press together, close, χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426; σ. ὀδόντας set the teeth, lock them fast, Hp.Coac.230 (where συνερίζειν is f.l.), Mul.2.201; bind together, bind fast, τινὰ περόναις E.Ba.97 (lyr.):—Pass., αἱ γνάθοι συνερειδόμεναι being set or locked, Hp.Epid.5.74; χέρας δεσμοῖς -ερεισθέντες with their hands tight bound, E.IT457 (anap.), cf. Theoc.22.68; διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Arist.Aud.801a2; χεῖρες ξυνηρεισμέναι arms flexed, Aret.SA1.6. 2 σ. τὸν λογισμόν reason closely, Plu.2.600e codd. II intr., to be firmly set, οἱ ὀδόντες συνηρείκασι Hp.Morb. Sacr.7, cf. Sor.2.27, Fract.4 (prob.); ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Aret. SA1.5; γένυς ξ. τῇ ἄνω is locked with . ., ib.6; also of soldiers, σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.12.21.3, cf. Arr.Tact. 16.14. 2 meet in close conflict, τοῖς ἐναντίοις Plb.5.84.2; dash together, of ships, D.S.13.46, Plu.Them.14; press on, τοὺς ὠθισμοὺς τοῖς προτεταγμένοις Arr.Tact. 12.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνερείδω: μέλλ. -σω, ἐρείδω ὁμοῦ, συναρμόζω, συγκλείω, σύν τε στόμ’ ἐρεῖσαι χερσὶ Ὀδ. Λ. 426· σ. ὀδόντας, συγκλείω, συστηρίζω πρὸς ἀλλήλους, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 157, πρβλ. 670. 11., 671. 9, ἴδε καὶ κατωτ. ΙΙ· συ δέω, δένω ὁμοῦ ἰσχυρῶς, τινὰ περόνες Εὐρ. Βάκχ. 97. ― Παθητ., ξυνερηρίσθαι τοὺς ὀδόντας, ἔχειν αὐτοὺς συγκεκλεισμένους, συνεσφιγμένους, Foës. Oec. Hipp.· συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς, ἔχων τὰς χεῖρας δεδεμένας, δεθεὶς ἰσχυρῶς διὰ δεσμῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 457, πρβλ. Θεόκρ. 22. 68· διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 13· χεῖρες ξυνηρεισμέναι, ἰσχυρῶς συγκεκλεισμέναι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 2) σ. τὸν λογισμόν, κάμνω συλλογισμὸν αὐστηρόν, αὐστηρῶς συλλογίζομαι, Πλούτ. 2. 600D. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι συνεσφιγμένος, συγκεκλεισμένος ἰσχυρῶς, συνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· γένυς ξ. τῇ ἄνω αὐτόθι 6· ― ὁμοίως ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 12. 21, 3. 2) συμπλέκομαι ἐκ τοῦ πλησίον, τοῖς ἐναντίοις Πολύβ. 5. 84, 2· συγκρούομαι, ἐπὶ πλοίων, Διόδ. 13. 46, Πλουτ. Θεμίστ. 14.
French (Bailly abrégé)
f. συνερείσω;
Pass. ao. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι;
I. tr. appuyer ensemble ; lier, attacher : χέρας δεσμοῖς EUR serrer les mains avec des liens ; fig. σ. τὸν λογισμόν PLUT serrer le raisonnement;
II. intr. 1 s’appuyer ensemble;
2 en parl. de navires se heurter.
Étymologie: σύν, ἐρείδω.
Greek Monolingual
Α
1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.)
2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.)
3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.)
4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή παράταξη με τους άλλους
5. συμπλέκομαι, επιτίθεμαι («αἱ νῆες ἀντίπρῳροι προσπεσοῡσαι καὶ συνερείσασαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρείδω «στηρίζω»].