σύνναος

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννᾱος Medium diacritics: σύνναος Low diacritics: σύνναος Capitals: ΣΥΝΝΑΟΣ
Transliteration A: sýnnaos Transliteration B: synnaos Transliteration C: synnaos Beta Code: su/nnaos

English (LSJ)

ον,

   A having the same temple, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230 (Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.

German (Pape)

[Seite 1027] zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σύννᾱος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· μετὰ γεν., συνίερος καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος αὐτόθι 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· μετὰ δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου ταύτῃ (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
honoré dans un même temple avec, gén..
Étymologie: σύν, ναός.