τετρακισχίλιοι
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
[ῑλ], αι, a,
A four thousand, Hdt.2.9, al.; by tmesis, τετράκις γὰρ χίλιοι Th.6.31: Lacon. τετρᾰκινχήλιοι IG 5(1).1 (Sparta, v B.C.); Cyrenaic τετρᾰκιχήλιοι Abh.Berl.Akad. 1925(5).25; Boeot. πετρᾰκισχείλιη fem., q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, τετράκις χίλιοι, δηλ. τέσσαρες χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, τετράκις γὰρ χίλιοι Θουκ. 6. 31.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
quatre mille.
Étymologie: τετράκις, χίλιοι.
English (Strong)
from the multiplicative adverb of τέσσαρες and χίλιοι; four times a thousand: four thousand.
English (Thayer)
τετρακισχίλιαι, τετρακισχίλια, (τετράκις and χίλιοι), four thousand: Herodotus, Aristophanes, Thucydides, others.))