φαλιόπους
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,
A white-footed, Id.
German (Pape)
[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.