χρηματιστικός

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτιστικός Medium diacritics: χρηματιστικός Low diacritics: χρηματιστικός Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chrēmatistikós Transliteration B: chrēmatistikos Transliteration C: chrimatistikos Beta Code: xrhmatistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for traffic and money-making, ὁ χ. a man of business, Pl.R.581d; opp. ἀναλωτικός, ib.558d; opp. στρατιωτικός, οἰκήσεις ib.415e; opp. στρατηγικός, διατριβαί Plu.Crass.17; χ. οἰωνός an omen portending gain, X.An.6.1.23; τὸ χ. the commercial class, opp. τὸ πολεμικόν, etc., Arist.Pol.1291b21; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of money-making, Pl. Grg.477e, Euthd. 307a, al.; on its varieties, v. Arist.Pol.1256b41.    II belonging to or fitted for the dispatch of public business, χ. σκηνή, πυλών, a tent, hall for holding conferences, giving audience, Plb.5.81.5, 15.31.2.    2 notarial, τράπεζα PLond.3.1164d.4(iii A. D.).    III oracular, prophetic, ψυχή Porph.Abst.4.10.    IV Astrol., effective, operative, τόποι Vett.Val.29.18, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 8(3).107; of stars Iamb.Myst.3.30.

German (Pape)

[Seite 1374] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; οἰωνός, Reichthum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; πυλών, Pol. 15, 31, 2, wie σκηνή u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, ἄνθρωπος ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ ἀναλωτικός. αὐτόθι 558D· τῷ στρατιωτικός, οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς αὐτόθι 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων κέρδος, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ τάξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, ἐμπόριον, Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ κατάλληλος εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. σκηνή, πυλών, χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. χρησμῳδικός, προφητικός, μαντικός, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. χρηματίζω Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la gestion ou la négociation des affaires ; particul. qui concerne les affaires d’argent.
Étymologie: χρηματίζομαι.