αμφήρης

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].———————— (II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].