ἄελπτος
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ον,
A unhoped for, unexpected, h.Cer.219, Hes.Fr.96.57, B.3.29; ἐξ ἀέλπτου beyond hope, unexpectedly, in good sense, Hdt.1.111; ἐξ ἀέλπτων S.Aj.715 (lyr.); in bad sense, A.Supp.357,987 (prob. l.); πῆμ' ἄ., ἄ. κακόν, Id.Pers. 265,1006; εἴπερ ὄψομαι τὰν ἄ. ἁμέραν E.Supp.784; ἄελπτα γὰρ λέγεις Id.Hel.585. 2 beyond hope, despaired of, Archil.74, Hp.Art. 42. II Act., hopeless, desperate, h.Ap.91, A.Supp.907. III Adv. -τως beyond all hope, in good sense, A.Pers.261, S.El.1263: neut. pl. as Adv., ἀ. φανείς E.Ph.311. [ᾱ Hes. l.c.]
German (Pape)
[Seite 41] unverhofft, unerwartet, H. h. Cer. 219; Aesch. πῆμα Pers. 257. 985; κακόν 967; ἄελπτα πάσχειν Suppl. 885, u. sonst bei den Tragg.; κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὑδέν, man muß auf Alles gefaßt sein, Soph. Ai. 634; χρημάτων μηδὲν ἀ. Archil. frg. 30; ἐξ ἀέλπτου, unverhofft, Her. 1, 111. Bei H. h. Apoll. 91 sind ἄελπτοι ὠδῖνες, hoffnungslose, schwere. – Adv. öfter Tragg., z. B. πολλὰ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί Eur. Alc. 1160.
Greek (Liddell-Scott)
ἄελπτος: -ον, (ἔλπομαι) = ἀελπτής, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 219· ἐξ ἀέλπτου, = παρ’ ἐλπίδα, ἀπροσδοκήτως, Ἡρόδ. 1. 111· τοιαύτην σημασ. φαίνεται νὰ ἔχῃ καὶ τὸ ἐν Σοφ. Αἴ. 715, ἐξ ἀέλπτων, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 357· πῆμ’ ἄ., ἄ. κακόν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 265, 1005· εἴπερ ὄψομαι τὰν ἄελπτον ἁμέραν, Εὐρ. Ἱκ. 785· ἄελπτα γὰρ λέγεις, ὁ αὐτ. Ἑλ. 585. 2) ὑπὲρ ἐλπίδα, ἄνευ ἐλπίδος, περὶ οὗ ἀπογινώσκει τις, Ἀρχίλ. 74, Σόλων 35, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπελπιστικός, ἀπογνωστικός, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 91, Αἰσχύλ. Ἱκ. 907. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τως, = ἀνελπίστως, ἐξ ἀέλπτου, Λατ. insperato, Αἰσχύλ. Πέρσ. 261, Σοφ. Ἠλ. 1263· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 987· ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Εὐρ. Φοίν. 311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inespéré, inattendu ; ἐξ ἀέλπτου HDT, ἐξ ἀέλπτων SOPH à l’improviste;
2 qui désespère, désespéré.
Étymologie: ἀ, ἔλπομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no esperado, inesperado παῖς h.Cer.219, ἣ τέκεν Ἑρμιόνην ... ἄελπτον Hes.Fr.204.95, ἄ. ὠδῖνες dolores de parto no esperados, h.Ap.91, τέκνα φανέντ' ἄελπτα S.OC 1120, ἆμαρ B.3.29, πῆμα A.Pers.265, κακόν A.Pers.1006, μάχη IG 13.1163.34 (V a.C.), σωτηρία E.Or.1173, φάσμα E.Or.879, πόλλ' ἄελπτ' ἔνεστιν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ Ar.Lys.256, ἐξ ἀέλπτου inesperadamente Hdt.1.111, ἐξ ἀέλπτων A.Supp.357, S.Ai.715
•desesperado, de lo que se desespera, que ya no se espera ἐς δῶμ' ἄελπτον a la casa que ya desesperabas de ver (prob. c. doble sent. irón. de que no es la que tú esperabas) A.A.911
•neutr. como adv. φανεὶς ἄελπτα E.Ph.311, ἄελπτα γὰρ λέγεις E.Hel.585.
2 no esperable χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν Archil.206.1, οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον para mí cabe la esperanza Hp.Art.42.
II adv. -ως fuera de toda esperanza, contra lo esperado ἀ. νόστιμον βλέπω φάος A.Pers.261, σε νῦν ... ἀ. τ' ἐσεῖδον S.El.1263, πολλὰ δ' ἀ. κραίνουσι θεοί E.Med.1416, cf. Orph.Fr.767
•inesperadamente, por sorpresa ἀ. δορικανεῖ μόρῳ θανών A.Supp.987.