ἀμφίβλημα

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβλημα Medium diacritics: ἀμφίβλημα Low diacritics: αμφίβλημα Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: amphíblēma Transliteration B: amphiblēma Transliteration C: amfivlima Beta Code: a)mfi/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70.    II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀ. coats of panoply, Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.

German (Pape)

[Seite 136] τό, Umwurf, πάνοπλα Eur. Phoen. 786; allgemeiner βασίλεια Hel. 70, Umgebung; vgl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβλημα: -ατος, τό, στοά, περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = ἔνδυμα, «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, ὁ αὐτ. Φοίν. 779.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui enveloppe :
1 vêtement;
2 armure;
3 portique, galerie.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1ropa, vestido E.Hel.423, τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα las armas y la guerrera armadura E.Ph.779.
2 colcha Aret.SD 2.6.7.
II pórtico βασίλεια ... ἀ. E.Hel.70.

Greek Monolingual

ἀμφίβλημα, το (Α) αμφιβάλλω
1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης
2. περίφρακτος χώρος, στοά
3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.