ἀνδρείκελον

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελον Medium diacritics: ἀνδρείκελον Low diacritics: ανδρείκελον Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΝ
Transliteration A: andreíkelon Transliteration B: andreikelon Transliteration C: andreikelon Beta Code: a)ndrei/kelon

English (LSJ)

τό,

   A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.).    II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.