ἐπαίνεσις
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
εως, ἡ,
A praise, E.Tr.418 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, das Loben, plur., Eur. Tr. 418, im Ggstz von ὄνειδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, ἔπαινος, Εὐρ. Τρῳ. 418, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de louer, louange.
Étymologie: ἐπαινέω.
Greek Monolingual
ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) επαινώ
1. η ενέργεια του επαινώ, ο έπαινος
2. η επιδοκιμασία.