πολυτροπία
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A versatility, craft, Hdt.2.121.έ. II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).