μακρολόγος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle longuement, prolixe, verbeux.
Étymologie: μακρός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α μακρολόγος, -ον)
1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία
2. απεραντολόγος, πολυλογάς.
επίρρ...
μακρολόγως (Α)
1. λεπτομερώς, διεξοδικά
2. με πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -λόγος].