προεῖδον

Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

aor. with no pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—

   A look forward, ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; see beforehand, catch sight of, μή πώς με προϊδὼν . . ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, Hdt.3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386 (v.l. προσιδ-).    2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140; ἐσσόμενον Pi.N.1.27: abs., Pl.Lg.691b:—Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc.    II take thought for, ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in Med., προϊδόμενος (προειδομένους codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ . . D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about . ., D.C.56.13.

German (Pape)

[Seite 718] inf. προιδεῖν, aor. zu προοράω, w. m. s. – Dazu perf. πρόοιδα, inf. προειδέναι, ich weiß vorher; προειδώς, Her. 9, 141; προειδόσι τὰ πράγματα, Plat. Crat. 433 e; τὸν θάνατον, Gorg. 533 d, u. sonst, wie Folgde; προειδὼς τὸ μέλλον, Pol. 5, 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προεῖδον: ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται τὸ προοράω· μετοχ. προϊδών, ἀπαρέμφ. προϊδεῖν, πρβλ. πρόοιδα. Ρίπτω βλέμμα μακρὰν ἐμπρός, ὀξὺ μάλα προϊδὼν Ὀδ. Ε. 393· βλέπω πρότερον, «παίρνει τι τὸ ’μάτι μου», μὴ πώς με προϊδών… ἀλέηται Δ. 396· ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Ἰλ. Ρ. 756, πρβλ. Σ. 527, Ἡρόδ. 3. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προϊδέσθαι Ὀδ. Ν. 155, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 (κ. ἀλλ. προσιδ-). 2) ἐπὶ χρόνου, προβλέπω, προοιωνίζομαι, κακότητος ἀνάγκας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· ἐσσόμενον Πινδ. Ν. 1. 40· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 691Β· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1. 8, Δημ. 128, 18, κτλ. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, προνοῶ, ἡμέων οἰκοφθορημένων Ἡρόδ. 8. 144· αὐτῶν (ἐξυπακ. τῶν ἀποβαινόντων) Θουκ. 1. 83· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προϊδομένους (οὐχὶ προειδ- κατὰ τὰ Ἀντίγραφα) αὐτῶν Θουκ. 4. 64· προϊδέσθαι τοῦ μέλλοντος Δίων Κ. 45. 19· ὅπως μή… Δημ. 1262. 17. 2) λαμβάνω πρόνοιαν, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 664. 17· οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο Δίων Κ. 56. 13.

French (Bailly abrégé)

v. προοράω.

English (Autenrieth)

subj. προΐδωσιν, part. προϊδών, mid. subj. προΐδωνται: look forward, catch sight of in front, mid., Od. 13.155.

English (Thayer)

(from Homer down), 2nd aorist of the verb πρωράω, to foresee: WH προϊδών without diaeresis; cf. Iota, at the end)); Galatians 3:8.