κηφηνώδης

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηφηνώδης Medium diacritics: κηφηνώδης Low diacritics: κηφηνώδης Capitals: ΚΗΦΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kēphēnṓdēs Transliteration B: kēphēnōdēs Transliteration C: kifinodis Beta Code: khfhnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.

German (Pape)

[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.

Greek (Liddell-Scott)

κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.

Greek Monolingual

κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρόςκηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).