στρογγυλότης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A roundness, Pl.Men.73e, 74b, Arist. Metaph.1035a14, Thphr.HP4.12.2.
German (Pape)
[Seite 955] ητος, ἡ, Rundung, runde Gestalt, Plat. Men 73 e 74 b.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
forme arrondie, rondeur.
Étymologie: στρογγυλός.