ἀπόδερμα
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Full diacritics: ἀπόδερμα | Medium diacritics: ἀπόδερμα | Low diacritics: απόδερμα | Capitals: ΑΠΟΔΕΡΜΑ |
Transliteration A: apóderma | Transliteration B: apoderma | Transliteration C: apoderma | Beta Code: a)po/derma |
A v. ἀπόδαρμα.
[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.
ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.
ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.
ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.