ἀρχιθάλασσος
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A ruling the sea, Ποσειδών AP6.38 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 366] meerbeherrschend, Poseidon, Philp. 23 (VI, 38).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιθάλασσος: -ον, ὁ κυρίαρχος τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 6. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maître de la mer (Poséidon).
Étymologie: ἄρχω, θάλασσα.
Spanish (DGE)
-ον
que manda en el mar ἀρχιθάλασσε Πόσειδον AP 6.38 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀρχιθάλασσος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) ο κυρίαρχος της θάλασσας.