βείομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
German (Pape)
[Seite 441] p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
Greek (Liddell-Scott)
βείομαι: βείω, ἴδε ἐν λ. βέομαι.
French (Bailly abrégé)
v. βέομαι.
English (Autenrieth)
2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131. ;;: see βέομαι.
Spanish (DGE)
v. βέομαι.