ἀποσφακελίζω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφᾰκελίζω Medium diacritics: ἀποσφακελίζω Low diacritics: αποσφακελίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: aposphakelízō Transliteration B: aposphakelizō Transliteration C: aposfakelizo Beta Code: a)posfakeli/zw

English (LSJ)

   A to have one's limbs frost-bitten and mortified, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀ. Hdt.4.28, cf. Ar.Fr.424.    II fall into convulsions, Plu.Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 328] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφᾰκελίζω: ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ ἀποθνήσκω, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. σφάκελος.

French (Bailly abrégé)

1 se gangrener;
2 être épileptique.
Étymologie: ἀπό, σφακελίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποσφᾰκελίζω) 1 padecer gangrena por congelación ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Hdt.4.28, s. cont. en Ar.Fr.436.
2 sufrir convulsiones Plu.Lyc.16.

Greek Monolingual

ἀποσφακελίζω (Α)
1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου
2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»].