διατρώγω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρώγω Medium diacritics: διατρώγω Low diacritics: διατρώγω Capitals: ΔΙΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: diatrṓgō Transliteration B: diatrōgō Transliteration C: diatrogo Beta Code: diatrw/gw

English (LSJ)

fut.

   A -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107.    2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.

German (Pape)

[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.

French (Bailly abrégé)

f. διατρώξομαι, ao.2 διέτραγον;
ronger, acc..
Étymologie: διά, τρώγω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac. βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε (prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10, σχῖνον Com.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen. αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγον Ael.VH 1.10
cortar de un mordisco τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγών Plu.2.1126e
roer τὸ δίκτυον Ar.V.164, l.c., τὰς νευράς de los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
en v. pas. ser premasticado, molido ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι de grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos τὴν ἐπαρχίαν Lyd.Mag.3.61.

Greek Monolingual

διατρώγω (Α)
1. κατακόπτω με τα δόντια, ροκανίζω
2. τρώγω μέρος από κάτι («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).