δίστολος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστολος Medium diacritics: δίστολος Low diacritics: δίστολος Capitals: ΔΙΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: dístolos Transliteration B: distolos Transliteration C: distolos Beta Code: di/stolos

English (LSJ)

ον,

   A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.

Greek Monolingual

δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.