Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δέσμα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέσμα Medium diacritics: δέσμα Low diacritics: δέσμα Capitals: ΔΕΣΜΑ
Transliteration A: désma Transliteration B: desma Transliteration C: desma Beta Code: de/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέω A) poet. for δεσμός,

   A bond, fetter, σιδήρεα δέσματ' Od.1.204, cf. 8.278.    II head-band, ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα Il. 22.468.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

δέσμα: τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ δεσμός, δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. ταινία πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. ἀναδέσμη, ἀνάδημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 lien;
2 bandeau pour une chevelure de femme.
Étymologie: δέω¹.

English (Autenrieth)

ατος (δέ Od. 24.2): only pl., bonds; of a woman's head-band, Il. 22.468. (See cut No. 8).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lazo, atadura σιδήρεα δέσματα Od.1.204, cf. 8.278.
2 lazo, cintapara el pelo ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα Il.22.468.
3 haz χόρτου Stud.Pal.20.85ue.1.27 (imper.) en BL 8.467.

Greek Monolingual

δέσμα, το (Α) δω
(συνήθ. πληθ.) δέσματα
α) τα δεσμά
β) οι κεφαλόδεσμοι.