εἵργνυμι

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵργνῡμι Medium diacritics: εἵργνυμι Low diacritics: είργνυμι Capitals: ΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: heírgnymi Transliteration B: heirgnymi Transliteration C: eirgnymi Beta Code: ei(/rgnumi

English (LSJ)

(-ύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—

   A shut in or up, Od. 10.238.

Greek (Liddell-Scott)

εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἐέργνυν;
c. εἵργω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d

• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.

Greek Monolingual

εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].