εἰκοσάμηνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A twenty months old, AP7.662 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².
Spanish (DGE)
-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.