ἐκχύτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24. 2 drain, Gloss.
German (Pape)
[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 derrochón, manirrotoop. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.