ἐπεισρέω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισρέω Medium diacritics: ἐπεισρέω Low diacritics: επεισρέω Capitals: ΕΠΕΙΣΡΕΩ
Transliteration A: epeisréō Transliteration B: epeisreō Transliteration C: epeisreo Beta Code: e)peisre/w

English (LSJ)

   A flow in upon or besides, Trag.Adesp.89, Ph.Fr.73 H., Plu.Num.20, Luc. Alex.49.

German (Pape)

[Seite 912] (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, εἰσρέω ὑπεράνωθέν τινος, ὡς ὅτανθάλασσα ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ ὑπεράνωθεν αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· οἷον ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
couler en outre dans ou sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσρέω.

Greek Monolingual

ἐπεισρέω (Α) εισρέω
εισρέω κάπου από υψηλότερο σημείο.