ἐπίσταλμα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσταλμα Medium diacritics: ἐπίσταλμα Low diacritics: επίσταλμα Capitals: ΕΠΙΣΤΑΛΜΑ
Transliteration A: epístalma Transliteration B: epistalma Transliteration C: epistalma Beta Code: e)pi/stalma

English (LSJ)

ατος, τό, ἐπιστέλλω)

   A commission, Thphr.Char.5.8.    II. official communication or order, PFay.26.4 (ii A.D.), Wilcken Chr.42.3, 8 (iv A.D.), Cod.Just.7.37.3.1c: pl., of Imperial letters, Just. Nov.167.1.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταλμα: τό, (ἐπιστέλλω) παραγγελία, καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ λέξις ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ordre, dépêche, commission.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

ἐπίσταλμα, τὸ (AM)
μσν.
στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα
αυτοκρατορικές επιστολές
αρχ.
1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.)
2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σταλμα < στέλλω, θ. σταλ- (ε-στάλ-ην)].