εὐρυμέτωπος
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
ον,
A broad-fronted, of oxen, Il.10.292, al., Hes.Th.291, Strato Com.1.20.
German (Pape)
[Seite 1095] breitstirnig, Beiwort der Rinder, Hom. Il. 10, 292 Od. 3, 382 u. öfter, u. folgende Dichter, Strato bei Ath. IX, 382 e; vgl. Poll. 2, 43.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμέτωπος: -ον, ἔχων εὐρὺ μέτωπον, ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. μετωπίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large front.
Étymologie: εὐρύς, μέτωπον.
English (Autenrieth)
broad-browed.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρυμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + μέτωπον.