εὐρυχαδής

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠχᾰδής Medium diacritics: εὐρυχαδής Low diacritics: ευρυχαδής Capitals: ΕΥΡΥΧΑΔΗΣ
Transliteration A: eurychadḗs Transliteration B: eurychadēs Transliteration C: evrychadis Beta Code: eu)ruxadh/s

English (LSJ)

ές, (χανδάνω)

   A wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Oeffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.

Greek Monolingual

εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].