θυοσκόος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκόος Medium diacritics: θυοσκόος Low diacritics: θυοσκόος Capitals: ΘΥΟΣΚΟΟΣ
Transliteration A: thyoskóos Transliteration B: thyoskoos Transliteration C: thyoskoos Beta Code: quosko/os

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sacrificing priest, Od.21.145, 22.318,321, E.Rh.68; μάντιες θ. distd. from ἱερῆες, Il.24.221: fem., Μαινάδες θ. E.Ba.224: neut., θ. ἱρά sacrificial implements, IG14.1389i2.    2 pl.,= Lat. haruspices, D.H.1.30. (θύος, σ-κοϝ-, cf. κοέω, caveo: the initial σ- is found in OE. scéawian, OHG. scauwôn 'look at'.)

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ (κέω = καίω; nach den Alten von κοέω = νοέω), Opferpriester; ll. 24, 221 neben μάντεις u. ἱερεῖς, Schol. οἱ διὰ τῶν ἐπιθυμιωμένων μαντευόμενοι, ἐμπυροσκόποι, Priester, die Rauchwerk opfern u. daraus prophezeihen; Od. 21, 145. 22, 318; Eur. Rhes. 68; D. Hal. 1, 80, der den Namen Τοῦσκοι damit erklärt,

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκόος: -ου, ὁ, (ἴδε κοέω) θύτης, Ὀδ. Φ. 145, Χ. 318, 321, Εὐρ. Ρήσ. 68· διακρινόμενος ῥητῶς ἀπὸ τοῦ μάντις καὶ ἱερεύς, Ἰλ. Ω. 221· Μαινάδες θ., αἱ θεόπνευστοι, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 224· θ. ἱρά, ἐργαλεῖα θυτικά, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 2,

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
subst. (ὁ, ἡ)
prêtre ou prêtresse chargé du soin des sacrifices.
Étymologie: θύος, κοέω observer ; sel. d’autres, κέω p. καίω.

English (Autenrieth)

prophet, drawing omens from the smoke of burnt-offerings, Il. 24.221, Od. 21.145.

Greek Monolingual

θυοσκόος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. θυοσκόος
α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης
β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι
οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι
2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» — οι θεόπνευστες Μαινάδες
β) «θυοσκόα ἱρά» — θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόος < -σκόF-ος, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (s)kow- της ΙΕ ρίζας (s)kew- «στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ» (βλ. και λ. ακούω και κοώ)].