θύρετρα
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
[ῠ], τά,= θύρα,
A door, in pl., Il.2.415, Od.18.385, 21.49, Pi.I.7(6).6, E.Ba.448, Or.1474 (lyr.), Call.Ap.3, etc.; prop. the door-casing,frame, IG11(2).161A66(Delos, iii B.C.); θύραις ἁρμοζοίσαις τοῖς θυρέτροισι ib.12(2).14.7; θ. μαρμάρινα ib.6: so in sg., ib.4.1484.30(Epid.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.30.18.5, AP5.293.7 (Agath.), Ps.-Luc.Philopatr.4:—hence θυρετρ-εᾶς: φλιᾶς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θύρετρα: τά, = θύρα, Ἰλ. Β. 415, Ὀδ. Σ. 358, Φ. 49, Πίνδ. καὶ Ἀττ. - Ἑνικ. παρὰ Πολυβ. 30. 16, 5, Ἀνθ. Π. 5. 294, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 4.
English (Autenrieth)
pl.: wings of a door, door, Il. 2.415; αὐλῆς, near to the στόμα λαύρης, Od. 22.137 (see plate III., o).
English (Slater)
θῠρετρα (τά)
1 door ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς (I. 7.6)