καθαιμακτός
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
όν,
A bloodstained, φόνος E.Or.1358 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμακτός: -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱματηρός, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: καθαιμάσσω.
Greek Monolingual
καθαιμακτός, -όν (Α)
αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμα («καθαιμακτός φόνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)].